-
1 вагон
вагонм τό βαγόνι[ον], τό ὀχημα:спальный \вагон ἡ κλινάμαξα, τό βαγκόν-λί, βαγόνι ὑπνου; мягкий \вагон βαγόνι πρώτης θέσεως; жесткий \вагон βαγόνι τρίτης θέσεως; пассажирский \вагон τό ἐπιβατικό βαγόνι; багажный \вагон τό βαγόνι ἀποσκευών, ἡ σκευοφόρος; почтовый \вагон τό ταχυδρομικό βαγόνι; товарный \вагон τό φορτηγό βαγόνι; \вагон-рестора́н τό βαγκόν ρεστωράν, τό βαγόνι ἐστιατόριο; цельнометаллический \вагон βαγόνι ὀλομέταλλο. -
2 вагон
вагон м το βαγόνι; спальный \вагон το βαγκονλί; международный \вагон το βαγόνι εξωτερικού; мягкий \вагон το βαγόνι πρώτης θέσης; купированный (или купейный) \вагон το βαγόνι με κουπέ плацкартный \вагон το βαγόνι χωρίς κουπέ \вагон-ресторан το βαγκονρεστοράν багажный \вагон η σκευοφόρος* * *мτο βαγόνιспа́льный ваго́н — το βαγκονλί
междунаро́дный ваго́н — το βαγόνι εξωτερικού
мя́гкий ваго́н — το βαγόνι πρώτης θέσης
купи́рованный ( или купе́йный) ваго́н — το βαγόνι με κουπέ
плацка́ртный ваго́н — το βαγόνι χωρίς κουπέ
ваго́н-рестора́н — το βαγκονρείσοράν
бага́жный ваго́н — η σκευοφόρος
-
3 вагон
το (σιδηροδρομικό) όχημαразг. το βαγόνι (ξεν.)пассажирский - επιβατικό/επιβατηγό -саморазгружающийся - αυτοεκφορτιζόμενο/ανατρεπόμενο -спальный - η κλινάμαξα, το βαγκόν-λι (ξεν.)товарный - φορτηγό/εμπορικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вагон
-
4 вагон-кран
η γερανοφόρα άμαξατο γερανοφόρο βαγόνιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вагон-кран
-
5 вагон-мастерская
το βαγόνι επισκευών/συνεργείο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вагон-мастерская
-
6 вагон-рефрижератор
το βαγόνι-ψυ-γείο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вагон-рефрижератор
-
7 вагон-цистерна
το βαγόνι-δεξαμενή/ βυτίο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вагон-цистерна
-
8 вагон
[βαγκόν] ουσ. α. βαγόνι -
9 вагон
[βαγκόν] ουσ α βαγόνι -
10 вагон
-а α.βαγόνι. || βαγόνια (φορτίο). -
11 погрузка
η φόρτωσ/ηскорость - и ταχύτητα/ρυθμός της - ης- навалом - χύδην/σε χύμα (στερεό φορτίο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > погрузка
-
12 груженный
κ. груженный, επ. φορτωμένος• φορτισμένος•груженный вагон φορτωμένο βαγόνι.
-
13 двухосный
επ.διάξονος•двухосный вагон διάξονο βαγόνι.
-
14 классный
επ.1. της τάξης•-ая доска πίνακας της τάξης•
классный руководитель ο υπεύθυνος καθηγητής της τάξης.
2. της κατηγορίας, του βαθμού. || υψηλού επιπέδου•-ая игра παιγνίδι των άσσων•
классный удар ισχυρότατο σουτ.
εκφρ.классный вагон – επιβατικό βαγόνι•- ая дама – παλ. δασκάλα παρθεναγωγείου. -
15 пересесть
-сяду, -сядешь, παρλθ. χρ. пересел, -ла, -лоρ.σ.1. κάθομαι•пересесть на другой стул κάθομαι σε άλλο κάθισμα•
пересесть поближе κάθομαι πιο σιμά,
2. περνώ από ένα σε άλλο, αλλάζω μέσο μεταφοράς•пересесть на другой вагон αλλάζω βαγόνι•
пересесть с поезда на самолт από το τρένο κάθομαι στο αεροπλάνο.
-
16 прицепной
επ.ρυμουλκούμενος•прицепной вагон ρυμουλκούμενο βαγόνι.
-
17 товарный
επ.εμπορικός• εμπορευτικός, εμπορευματικός•-ое обращение η κυκλοφορία εμπορευμάτων•
товарный склад αποθήκη εμπορευμάτων.
|| φορτηγός•товарный поезд φορτηγό τρένο•
товарный вагон εμπορικό βαγόνι.
εκφρ.- ое производство – εμπορική παραγωγή. -
18 головной
головной I): \головной убор το καπέλο \головнойая боль о κεφαλό" πόνος, о πονοκέφαλος 2): \головной вагон το μπροστινό βαγόνι* * *1)головно́й убо́р — το καπέλο
головна́я боль — ο κεφαλόπονος, ο πονοκέφαλος
2)головно́й ваго́н — το μπροστινό βαγόνι
-
19 выгрузка
η εκφόρτωσ/ητο ξεφόρτω-μαна условиях с - ой на берег мор. με όρους - ης στο λιμάνιпогрузка и - за счет фрахтователя мор. φόρτωση και - με χρέωση του ναυλωτήпорядок - и διαδικασία/σειρά - ηςгрейферная - με αρπάγη/δαγκάναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выгрузка
-
20 платформа
1. (ровная возвышенная площадка) η βάση, η εξέδρα, η πλατφόρμα (ξεν.)· весовая - της ζυγογέφυρας(кфс.) о χώρος κινηματογράφησης2. (площадка вдоль железнодорожного полотна на станции) η αποβάθρα 3 (небольшая железнодорожная станция, полустанок) о μικρός σιδηροδρομικός σταθμός 4. (товарный вагон с невысокими бортами, без крыши) το ανοικτό βαγόνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > платформа
Перевод: с русского на греческий
с греческого на русскийв вагон - σε βαγόνι
Страницы